ἀλλοτριολογία

ἀλλοτριολογία
ἀλλοτριο-λογία, ,
A unorthodox views, Phld.Acad.Ind.p.67 M.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλλοτριολογία — η (Α ἀλλοτριολογία) το να μιλάς για πράγματα άσχετα, το να ανοηταίνεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριολόγος < ἀλλότριος + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”